- αυτοκινητοδρόμιο
- Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο του οποίου οι καμπύλες είναι ανυψωμένες για την επίτευξη μεγάλων ταχυτήτων· από πιτ (pits) για τη στέγαση των συνεργείων επισκευής των αυτοκινήτων που διαγωνίζονται και την αποθήκευση του υλικού που απαιτείται για την επισκευή· από τις κερκίδες των θεατών και των δημοσιογράφων με τους σχετικούς βοηθητικούς χώρους· από τους πύργους χρονομέτρησης και τα γραφεία της διεύθυνσης. Οι πίστες, με σκιρρωτή οδόστρωση από άσφαλτο ή τσιμέντο, έχουν επιφάνειες ώστε να επιτυγχάνεται καλή πρόσφυση των ελαστικών ακόμη και όταν βρέχει. Τα πιο ιστορικά α. είναι της Ιντιανάπολις (ΗΠΑ), το πρώτο α. που κατασκευάστηκε (1911), με σιρκουί 4 χλμ. · της Μόντσα (Ιταλία), που εγκαινιάστηκε το 1922 με σιρκουί περίπου 10 χλμ. · του Μονλερί (Γαλλία) με σιρκουί 13 χλμ. περίπου· και τέλος του Άβους (Γερμανία) με σιρκουί 19 χλμ. (βλ. λ. Φόρμουλα 1).
* * *το [αυτοκινητόδρομος]ειδικός στίβος που προορίζεται για τη μελέτη, ρύθμιση, δοκιμή ή και τον αθλητικό συναγωνισμό των αυτοκινήτων.
Dictionary of Greek. 2013.